- ποδότης
- ποδότης, ητος, ἡ, das Füßehaben, die Befußung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποδότης — footedness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδότης — (I) ητος, ἡ, Α [πους, ποδός] η ιδιότητα ανθρώπων και ζώων να έχουν πόδια. (II) ο, ΝΜ ναύκληρος, λοοτρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποδότης (< ἀποδίδωμι), με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
ποδότητος — ποδότης footedness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τεττιγότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. της* κατά τα ποδότης, τραπεζότης] … Dictionary of Greek